- συνετίζει
- συνετίζωcause to understandpres ind mp 2nd sgσυνετίζωcause to understandpres ind act 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
συνέτιση — η, Ν [συνετίζω] το να συνετίζει κανείς κάποιον, να τόν φέρνει με συμβουλές ή με τις κατάλληλες ενέργειες στον σωστό δρόμο … Dictionary of Greek
συνετιστής — ὁ, Μ [συνετίζω] αυτός που συνετίζει («συνετιστὴς τῶν ἀσύνετων», Δαμασκ. Ι.) … Dictionary of Greek
σωφρονιστικός — ή, ό 1. ο κατάλληλος να σωφρονίζει (να συνετίζει): Σωφρονιστικές φυλακές. 2. το θηλ. ως ουσ., σωφρονιστική βλ. λ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)